- ξαριστής
- ο грабли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαριστής — ο [ξαρίζω] ειδικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους, τσουγκράνα … Dictionary of Greek
σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… … Dictionary of Greek
σκαριφητήρας — και σκαριφιστήρας, ο, Ν 1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών 2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ … Dictionary of Greek